- πουτίγγα
- η пудинг
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πουτίγγα — και πουντίγγ και πουδίγγα, η, Ν είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται κυρίως από αλεύρι, αβγά, ζάχαρη και σταφίδες και γενικά κάθε έδεσμα με σχετικά μαλακή και ομογενή υφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pudding] … Dictionary of Greek
πουδίγγα — η, Ν βλ. πουτίγγα … Dictionary of Greek
πουντίγγ — η, Ν βλ. πουτίγγα … Dictionary of Greek